- ιυκτής
- ἰυκτής και ποιητ. τ. ἰυκτά, ὁ (Α) [ιύζω]1. αυτός που φωνάζει ή κραυγάζει2. αοιδός, ψάλτης, αυλητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰυκτά — ἰ̱υκτά̱ , ἰυκτής one who shouts masc nom/voc/acc dual ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc voc sg ἰ̱υκτά , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυκτάς — ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc acc pl ἰ̱υκτά̱ς , ἰυκτής one who shouts masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… … Dictionary of Greek